κοκαλιάζω — κοκαλιάζω, κοκάλιασα, κοκαλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοκαλιάζω — κοκάλιασα, κοκαλιασμένος 1. γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο: Το ψωμί κοκάλιασε. 2. παθαίνω ακαμψία των άκρων: Κοκάλιασαν τα χέρια μουαπό το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκάλιασμα — και κοκκάλιασμα, το [κοκαλιάζω] 1. η σκλήρυνση, το να γίνει κάτι σκληρό σαν κόκαλο 2. ακαμψία … Dictionary of Greek
κοκαλώνω — και κοκκαλώνω [κόκαλο] 1. κοκαλιάζω 2. μένω εκστατικός και άναυδος («μόλις άκουσε τα αναπάντεχα νέα, κοκάλωσε») … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
κοκαλώνω — κοκάλωσα, κοκαλωμένος 1. κοκαλιάζω. 2. μένω άναυδος, μένω με το στόμα ανοιχτό: Μόλις το άκουσε, κοκάλωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)